- παναίολος
- παναίολος, -ον (Α)1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.)3. πολυειδής, πολλαπλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + αἰόλος «ευμετάβολος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναίολος — shot with many colours masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολον — παναίολος shot with many colours masc/fem acc sg παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολα — παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολε — παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολ' — παναίολα , παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl παναίολε , παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek